- παλινάγρετος
- παλινάγρετος, -ον (Α)1. αυτός που ανακαλείται («[ἔπος] παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.)2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -άγρετος (< ἀγρῶ «κυριεύω», πρβλ. αυτ-άγρετος].
Dictionary of Greek. 2013.